- χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων
- -άσιον, Ααυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + καί + πεντήκοντα + -πλασίων (< -πλάσιος* + κατάλ. -ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο-πλασ-ίων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.